αμαξα

αμαξα
    ἅμαξα
    ἅμ-αξα
    эп.-ион. ἄμαξα (ᾰμ) ἥ
    1) повозка, телега (на четырех колесах) Hom., Her., Thuc., Plut.
    

βοῦς ὑφ΄ ἁμάξης Xen. — упряжной вол;

    ἁμαξῶν ἑκατὸν βάρος Eur. — груз сотни телег, т.е. огромная тяжесть;
    ἅ. τινος Xen., Plat. — воз, нагруженный чем-л.;
    ἥ ἅ. τὸν βοῦν ἐκφέρει погов. Luc. — телега вола тащит, т.е. все пошло вверх дном;
    βοᾶν ὥσπερ ἐξ ἁμάξης Dem. — орать словно с воза (намек на насмешливую брань, раздававшуюся, по установившемуся обычаю, с возов на Дионисовых празднествах в Афинах)

    2) плуг Hes.
    3) «Воз», созвездие Большой Медведицы Hom.
    4) проезжая дорога
    

(ἅ. παμφόρος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αμαξα" в других словарях:

  • ἁμάξα — ἁμάξᾱ , ἄμαξα frame work fem nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄμαξα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμαξα — frame work fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμαξα — ἄμαξα frame work fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

  • άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμάξας — Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem acc pl Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάξας — ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάξας — ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl (attic) ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαξάων — Ἀμαξά̱ων , Ἄμαξα fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»